προκαταταχώ

προκαταταχώ
-έω, Α
1. (το παθ.) προκαταταχοῡμαι, -έομαι
(κυρίως για πλοία) επιταχύνομαι, φέρομαι με ταχύτητα πριν από κάτι άλλο («προκαταχούμενα ὑπὸ τοῡ ρεύματος», Γέμιν.)
2. φθάνω κάπου γρήγορα πριν από κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταταχῶ «επιταχύνω, προφθάνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”